Ο Τοτός, ο μπαμπάς και το ρομπότ: Το Athensmagazine.gr σας καλημερίζει με το κλασικό ανέκδοτο της ημέρας (3/1) και ελπίζουμε να σας αρέσει όσο και το προηγούμενο.
Πάμε να δούμε το ανέδοτο αναλυτικά παρακάτω:
Μια μέρα ο πατέρας του Τοτού φέρνει στο σπίτι ένα τελευταίας τεχνολογίας ρομπότ που όταν έλεγες ψέματα σε χαστούκιζε.
Μια μέρα λοιπόν, ο Τοτός γύρισε αργά στο σπίτι από το φροντιστήριο και ο πατέρας του τον ρωτάει:
– Παιδί μου γιατί άργησες να γυρίσεις;
Ο Τοτός του απαντάει:
– Πατέρα μας έβαλαν ένα πολύ δύσκολο διαγώνισμα και έκατσα λίγο παραπάνω στο φροντιστήριο.
Τότε το ρομπότ έρχεται και του ρίχνει ένα χαστούκι.
Ο πατέρας τότε λέει στον Τοτό:
– Τοτέ παιδί μου, αυτό το ρομπότ μπορεί να διακρίνει όποιον λέει ψέματα και τον χαστουκίζει. Πες μου λοιπόν, γιατί άργησες;
– Επειδή πήγα σε μια ταινία, απάντησε ο Τοτός.
– Σε ποια ταινία; αποκρίνεται ο πατέρας.
– Σε μια παιδική ταινία… και τότε αμέσως ο Τοτός τρώει άλλο ένα χαστούκι.
– Συγγνώμη μπαμπά, πήγα σε μία πονηρή ταινία.
– Ντροπή σου γιε μου, εγώ όταν ήμουν στην ηλικία σου, ποτέ δεν έβλεπα τέτοιες ταινίες!
Αμέσως ο πατέρας τρώει και αυτός ένα χαστούκι από το ρομπότ.
Η μητέρα του Τοτού που τους άκουγε από την κουζίνα λέει στον πατέρα:
– Ε, αυτά θα κάνει κι αυτός αφού δικός σου γιος είναι!
Τότε το ρομπότ γυρίζει και ρίχνει και στη μητέρα ένα χαστούκι…
Bonus ανέκδοτο
Μια φορά κι ένα καιρό λοιπόν, τα παλιά τα χρόνια, αρχές Δεκεμβρίου, πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και ο Αι-Βασίλης είχε πολύ δουλειά. Καθόταν λοιπόν στο γραφείο του χαμένος μέσα σε χαρτιά, υπολογισμούς, λογιστικά, παραγγελίες, τιμολόγια, εφορίες, σχέδια για νέα παιχνίδια κλπ. Κοινώς έπηζε.
Εκεί λοιπόν που προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με τα χιλιάδες παιχνίδια που έπρεπε να κατασκευαστούν και να διανεμηθούν χτυπάει η πόρτα.
– Ποιος είναι;
– Είμαστε οι εκπρόσωποι των καλικατζάρων!
– Περάστε μέσα. Τι θέλετε;
– Λοιπόν Άγιε Βασίλη, θέλουμε να σου πούμε ότι είσαι ένας απαράδεκτος, εγωιστής και εκμεταλλευτής. Χρόνια τώρα μας έχεις εκεί κάτω στο εργαστήριο να δουλεύουμε σαν τα σκυλιά για να φτιάχνουμε παιχνίδια. Εσύ παίρνεις τη δόξα και εμείς υποφέρουμε. Μας πληρώνεις πενταροδεκάρες, οι συνθήκες εργασίας στο εργαστήριο είναι άθλιες, δεν κολλάς ένσημα, δεν υπάρχει περίθαλψη, δεν δίνεις άδειες μετ’ αποδοχών. Για όλα αυτά, αποφασίσαμε να παραιτηθούμε όλοι ομαδικώς. Πάρε λοιπόν τα κλειδιά του εργαστηρίου και βγάλ ‘τα πέρα μόνος σου. Καλά Χριστούγεννα!
Και οι καλικάτζαροι έφυγαν.
Ο Άγιος τα πήρε στο κρανίο:
– Γαμώ τα υπουργεία, γαμώ τα συνδικάτα! Τσόγλανοι καλικάτζαροι που με άφησαν στα κρύα του λουτρού. Τι θα κάνω τώρα με τόσες παραγγελίες;
Πριν προλάβει να συνέλθει, ξαναχτυπά η πόρτα.
– Ποιος είναι;
Ήταν η Βασίλω, η γυναίκα του.
Πριν προλάβει να αρχίσει αυτός πάλι τη γκρίνια, αρχίζει η Βασίλω:
– Λοιπόν Βασιλάκη θέλω να σου πω ότι δεν είσαι καθόλου εντάξει. Όλη την ημέρα εδώ μέσα με τα χαρτιά και τα παιχνίδια εμένα με παραμελείς. Έχουμε να κάνουμε έρωτα κάτι μήνες, δεν με βγάζεις έξω, ξέχασες και την επέτειο του γάμου μας. Για όλα αυτά λοιπόν και εγώ σε αφήνω. Φεύγω διακοπές με τον Άγιο Συμεών, που είναι πολύ πιο τρυφερός από σένα, με προσέχει, με σέβεται και έχει μόνο εμένα στο μυαλό του. Καλά Χριστούγεννα και …ελπίζω να μην τα ξαναπούμε!
Μπαρούτι ο Άγιος Βασίλης!
– Αει στο καλό! Τσούλα! Μαλακισμένη! Με τον Άγιο Συμεών! Τον καλύτερό μου φίλο! Γαμώ το κέρατό σου! Και αυτοί οι καλικάτζαροι με άφησαν μόνο μου στο εργαστήριο και δεν προλαβαίνω. Πούστηδες, γαμώ τα υπουργεία σας και γαμώ τα συνδικάτα σας! Αει σιχτίρ.
Εκεί λοιπόν που ο Άγιος έβριζε, ξαναχτυπά η πόρτα.
– Ποιος είναι;
Ήταν ένα αγγελάκι:
– Άγιε Βασίλη, έφερα το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Που να το βάλω;
Τώρα λοιπόν ξέρετε γιατί βάζουν αγγελάκι στην κορυφή του Χριστουγεννιάτικου δένδρου.