η Σταυρούλα Πεταλιού
«”Ρε” εμένα; Με το ”ρε” δεν σ’ επιτρέπω να μου μιλάς εμένα. Εγώ ”ρε” δεν το σκώνω! Ούτε ”ρε” δέχομαι ούτε χειρονομίες δέχομαι εγώ» έλεγε ο πάντα ετοιμόλογος Ζήκος μιλώντας στο αφεντικό του τον κυρ Παντελή ενώ συμπλήρωνε: «Δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι έτσι σε εμένα. Άμα ξετυλιχτώ θα γίνω ένα κι ενενήντα και δε θα σε γλυτώνει άνθρωπος». Όταν μάλιστα τον έστελνε για θελήματα είχε την απάντηση έτοιμη στο στόμα «Τι λες μωρέ μεγάλε καταστηματάρχη χαρά στο πράγμα. Τι είσαι; ”μπακαλόγατος” είσαι εσύ κι εγώ το ”μπακαλογατί”».
Οι ατάκες του Κώστα Χατζηχρήστου στον καλύτερο ρόλο της ζωής του, όπως έχουν χαρακτηρίσει οι θαυμαστές του αυτόν του Ζήκου έμειναν στην ιστορία ενώ συνεχίζουν να χαρίσουν ακόμη γέλιο σε όποιον βλέπει τη διάσημη ταινία «Της κακομοίρας».
Πολλές από τις σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο Μεταξουργείο μία συνοικία που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης των Αθηνών και πήρε την ονομασία της από το εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού που λειτουργούσε στην περιοχή στα χρόνια του Όθωνα, με την επωνυμία «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος Δουρούτης & Σία», το οποίο στεγάζει πλέον την πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων.
Εκεί, στην περιοχή του Αγίου Παύλου ειδικότερα στη γωνία των οδών Ψαρρών και Μαιζώνος ήταν και «Οι Χρυσές Καρδιές». Το ιστορικό παντοπωλείο που τη δεκαετία του ’60 αποτέλεσε σημείο «σταθμό» για τον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και στέκι των κατοίκων της περιοχής. Το μικρό γραφικό μπακάλικο με τα λίγα τραπεζάκια με την πάροδο των χρόνων έκλεισε και έτσι όλοι νόμιζαν πως το παντοπωλείο του «μπακαλόγατου» θα γκρεμιζόταν και στη θέση του θα χτίζονταν μία ακόμη πολυκατοικία.
Το νεοκλασικό όμως του Μεσοπολέμου τελικά έμεινε για αρκετά χρόνια έχοντας λουκέτο στην πόρτα του και τα πράγματα που θύμιζαν μία άλλη παλιά και ένδοξη εποχή στοιβαγμένα. Πριν από δέκα περίπου χρόνια άνοιξε ξανά και μετατράπηκε σε μεζεδοπωλείο παίρνοντας το όνομα «Ακροβάτης».
Το υπόγειο κελάρι του όπου παλιά υπήρχαν τα ξύλινα βαρέλια με κρασί έγινε κουζίνα. Το ψυγείο μπροστά στο όποιο δόθηκαν μερικές από τις επικές «μάχες» του Ζήκου με το αφεντικό του διεσώθη, παραμένει στον χώρο αποτελώντας όμως διακοσμητικό στοιχείο.
Από το ιστορικό μπακάλικο σώθηκε και μία από τις παλιές ζυγαριές του αυθεντικού παντοπωλείου.
Οι περαστικοί περνώντας από εκεί κάνουν μία στάση να δουν το ιδιαίτερο αυτό τοπόσημο και να θυμηθούν τον Ζήκο να στρώνει τα τραπέζια και να εξυπηρετεί ακόμη και τους δύστροπους πελάτες.
Οι αμφισβητίες και οι διαφορετικές εκδοχές
Όλη η Αθήνα ξέρει πως η ταινία γυρίστηκε στη συγκεκριμένη περιοχή στο Μεταξουργείο. Υπάρχουν όμως πολλοί που προσπάθησαν να αμφισβητήσουν ότι γυρίστηκε στο εν λόγω μαγαζί. Θέλουν να πιστεύουν ότι τα γυρίσματα έγιναν σε ειδικά διαμορφωμένα στούντιο της Finos Film.
Οι νέοι ιδιοκτήτες του παντοπωλείου διαψεύδουν κάθε αμφισβήτηση μεταφέροντας τις μαρτυρίες των παλαιών κατοίκων της περιοχής που ήταν αυτόπτες μάρτυρες στα γυρίσματα του Ζήκου. Όπως εξηγούν μιλώντας στο newsbeast.gr ούτε αυτοί ήξεραν την ιστορία του κτηρίου που νοίκιασαν. Όταν όμως έκαναν τις ετοιμασίες για να ανοίξουν πολλοί ήρθαν να δουν τις παλιές «Χρυσές Καρδιές» τις οποίες επισκέπτονται ακόμη και σήμερα ψάχνοντας τον «Μπακαλόγατο».
«”Ο Μπακαλόγατος θα ανοίξει ξανά” έλεγαν αρκετοί που μας πλησίαζαν και μας μίλησαν για τις ένδοξες στιγμές που γνώρισε το συγκεκριμένο κτήριο» εξηγούν οι υπεύθυνοι του «Ακροβάτη».
«Δεν θελήσαμε να κρατήσουμε την παλιά ονομασία καθώς επιθυμούσαμε να διαμορφώσουμε έναν χώρο διαφορετικό δίνοντας του τις δικές μας πινελιές. Έτσι στο σημείο όπου ο Ζήκος ετοίμαζε τις παραγγελίες βάλαμε έναν μεγάλο πίνακα που τον δείχνει να χαμογελά ενώ μιλάει στο τηλέφωνο» αναφέρουν και επισημαίνουν:
«Διατηρήσαμε τα τραπέζια στον εξωτερικό χώρο που έδειχνε και η ταινία και έχουμε κρατήσει και μία παλιά φωτογραφία της εποχής την οποία έχουμε τοποθετήσει σε έναν από τον πέτρινους τοίχους. Επίσης έχει διασωθεί ένα κομμάτι του τοίχου από τότε που έχει τη χαρακτηριστική πράσινη λαδομπογιά όπως επίσης και οι μεγάλες ξύλινες μπαλκονόπορτες».
«Το παλιό κελάρι όπου υπήρχαν τα ξύλινα βαρέλια με κρασί έχουν γίνει η κουζίνα του καταστήματος ενώ έχει προεκταθεί καθώς στην αρχική του μορφή ήταν σχεδόν το μισό» επισημαίνουν.
Το σενάριο των επτά σελίδων οι αυτοσχέδιες ατάκες
Η ταινία έχει βασιστεί στο θεατρικό έργο των αδερφών Γιαννακόπουλων. Στο συγγραφικό δίδυμο είχε απευθυνθεί ο ίδιος ο Χατζηχρήστος ζητώντας να του γράψουν ένα έργο για να το μεταφέρει στον κινηματογράφο. Τα δυο αδέρφια απάντησαν ότι δούλευαν πάνω σε μια ιδέα, αλλά ότι είχαν γράψει μόλις επτά σελίδες.
Αφού ενημερώθηκε για την κεντρική ιδέα της ταινίας ο ηθοποιός ενθουσιάστηκε και πήρε το ρίσκο να αρχίσει τα γυρίσματα χωρίς στην ουσία να έχει στα χέρια του το σενάριο. Το ταλέντο του όμως και αυτοσχεδιασμός του λειτούργησαν. Ο Κώστας Χατζηχρήστος «έπλασε» τον ρόλο του μόνος του την ώρα των γυρισμάτων.
Ποιος ήταν όμως ο Ζήκος ή μάλλον ποιος έγινε στα χέρια του Χατζηχρήστου
Αφελής αλλά ετοιμόλογος. Ενθουσιώδης και ευγενικός ο Ζήκος δούλευε στο μαγαζί του κυρ Παντελή και ήταν ερωτευμένος με την Φιφίκα. Το αφεντικό του που ήταν τσιμπημένο με την νεαρή Λίτσα και έβαλε προξενήτρα για να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Τα πράγματα όμως δεν ήρθαν όπως σχεδίασαν ο υπάλληλος και αφεντικό καθώς προέκυψαν και άλλοι υποψήφιοι γαμπροί.